- σχολώ
- και σχολάω, Νβλ. σχολάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
σχολάω — (σπάν. σχολώ) και πρβλ. σκολάω Σημειώσεις: σχολάω : απαντάται μερικές φορές και ο τύπος σχολνάω (Σχολνούσαν γραφεία, καταστήματα... [Κυρία Κούλα, σελ. 26]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής